βαρυήκοος

βαρυήκοος
ος , ον см. βαρήκοος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαρυήκοος" в других словарях:

  • βαρυήκοος — hard of hearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυήκοος — ον (Α) βλ. βαρήκοος …   Dictionary of Greek

  • βαρυήκοον — βαρυήκοος hard of hearing masc/fem acc sg βαρυήκοος hard of hearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυήκοοι — βαρυήκοος hard of hearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρήκοος — η, ο (Α βαρυήκοος, ον) εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά αρχ. παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του α σε η κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυηκοώ — βαρυηκοῶ ( έω) (Α) [βαρυήκοος] βαριακούω, ακούω με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • ԾԱՆՐԱԼՈՒՐ — ( ) NBH 1 1008 Chronological Sequence: 5c, 11c, 12c, 14c ա. βαρυήκοος cui hebetes sunt aures, surdaster. Ծանր ʼի լսել. յամրալուր. անկաճը ծանր. եւ խօսք չհասկըցօղ. *Ի ծանրալուր ականջս բազում անգամ զնոյն հնչեցուցանել բան. Առ որս. ՟Ժ՟Դ: Ասող. ՟Գ. 21 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»